- εκχαλκουργώ
- ἐκχαλκουργῶ (-έω) (Μ)1. εκχαλκεύω, κατασκευάζω κάτι από χαλκό2. μτφ. σκληραίνω την καρδιά κάποιου σαν χαλκό, σκληραίνω κάτι σαν χαλκό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκχαλκώ — ἐκχαλκῶ ( όω) (Μ) εκχαλκουργώ … Dictionary of Greek